μελανηφόρος

μελανηφόρος
(I)
-ο, θηλ. και -α
αυτός που περιέχει μελάνη («μελανηφόρος σάκος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνη + -φόρος*].
————————
(II)
μελανηφόρος, -ον (ΑM)
βλ. μελανοφόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μελανηφόρε — μελανηφόρος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανηφόροι — μελανηφόρος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NIGRIGERULI — Graecis Μελανηφόροι, quae vox in veteri monumento, ΓΑΙΟΣ ΓΑΙΟΥ ΑΧΑΡΝΕΥΣ ΙΕΡΕΥΣ ΓΕΝΟΜΕΝΟΣ ΕΝ ΤΩΕΠΙ ΝΑΥΣΙΟΥ ΑΡΧΟΝΤΟΣ ΕΝΙΑΥΤΟΩ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΛΑΝΗΦΟΡΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΑΙ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΙΣΙΔΙ ΔΙΚΑΙΟΣ. ΥΝΙ ΙΔΡΥΣΑΝΤΟ.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • μελανοφόρος — και μελανηφόρος, ον (ΑM, Μ και μελαμφόρος, ον) αυτός που φορά μαύρα ενδύματα μσν. το αρσ. ως ουσ. ρασοφόρος, μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • μελανηφόρωι — μελανηφόρῳ , μελανηφόρος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”